- κολεόσπασμος
- Ακούσια, επώδυνη σπασμωδική σύσπαση των κυκλοτερών μυών του κατώτερου τρίτου του κόλπου, που καθιστά δύσκολη ή και αδύνατη τη σεξουαλική επαφή. Η γυναίκα που υποφέρει από κ. ενδέχεται να μην μπορεί να υπομείνει μια εσωτερική εξέταση της πυέλου ή να μην μπορεί να τοποθετήσει ταμπόν. Συνήθως, αλλά όχι πάντα, ο κ. είναι αποτέλεσμα καταπιεστικής σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης ή κάποιας τραυματικής εμπειρίας, όπως ο βιασμός ή η σεξουαλική κακοποίηση κατά την παιδική ηλικία. Ο φόβος της γυναίκας κάνει τους κολπικούς μυς να σφίγγονται, αποτελώντας ένα είδος προστατευτικού μηχανισμού κατά του αναμενόμενου πόνου από τη σεξουαλική επαφή. Οι κολπικοί μύες μπορούν να συνηθίσουν να αντιδρούν κατ’ αυτό τον τρόπο και να σφίγγονται αυτομάτως με το παραμικρό ερέθισμα. Χειρισμοί χαλάρωσης του κόλπου και διαστολής του στομίου υπό γενική αναισθησία είναι μία από τις προτάσεις για την αντιμετώπιση του κ. Επίσης, κρίνεται αναγκαία η ψυχαναλυτική προσέγγιση.
* * *οιατρ. βλ. κολπόσπασμος.
Dictionary of Greek. 2013.